- εὔσκαλμος
- εὔσκαλμος, ον,A well-tholed, ναῦς prob. in AP7.215 ([place name] Anyte).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύσκαλμος — εὔσκαλμος, ον (Α) (για πλοίο) με καλούς σκαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκαλμός «αρμός κουπιών»] … Dictionary of Greek
εὐσκάλμοιο — εὔσκαλμος well tholed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)